- πιεζομετρικός
- -ή, -ό,Νφυσ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιεζομετρία2. φρ. α) «πιεζομετρική γραμμή»·(υδραυλ.) καμπύλη που παριστάνει τη μεταβολή τής πίεσης τού νερού κατά μήκος κλειστού αγωγού, εκφρασμένης σε ύψος υδάτινης στήληςβ) «πιεζομετρική βαθμίδα» — η κλίση τής πιεζομετρικής γραμμής σε κάθε σημείο της.
Dictionary of Greek. 2013.